- κωλυσιδρόμης
- κωλησιδρόμης, ὁ (Α)αυτός που παρακωλύει την πορεία, που εμποδίζει τον δρόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -δρόμης (< δρόμος), πρβλ. ημερο-δρόμης, σταδιο-δρόμης. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.